Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ο χειρόμυλος «Ας χερομυλίζει η γρα κι ας γούζεται ο γέρος»

kritikeramoy.blogspot.gr



«Δεν θέλει λάβει ουδείς εις ενέχυρον την άνω, ούτε την κάτω, πέτραν

του  μύλου, διότι ζωήν λαμβάνει ως ενέχυρον»

Γράφει η Βασιλική Παπουτσάκη

O χειρόμυλος είναι ο απλούστερος τύπος μύλου που λειτουργούσε

με    τη δύναμη των    χεριών    του ανθρώπου. Απαραίτητο εργαλείο σε κάθε σπίτι.

 «Ο δρόμος κι ο χειρόμυλος αμέλεια δε θέλουν»     

Όταν αλέθει ο χειρόμυλος ακούγεται ένας χαρακτηριστικός μακρόσυρτος ήχος

«Ας χερομυλίζει η γρα κι ας γούζεται ο γέρος» 

Ο χειρόμυλος αποτελείται  από δυο στρογγυλές πέτρινες πλάκες με λείες επιφάνειες. Η διάμετρός τους είναι 0,40 έως 0,50 του μέτρου.

Η κάτω πέτρα , που ήταν ελαφρώς κοίλη,  της οποίας η επίσημη ονομασία είναι «Μύλη» προέρχεται από σκληρό πέτρωμα, αποτελεί το ακίνητο-σταθερό τμήμα του χειρόμυλου.

Στο κέντρο υπάρχει    τρύπα στην οποία έχει τοποθετηθεί  –σφηνωθεί

σταθερά ένας κατακόρυφος    ξύλινος άξονας,  διαμέτρου 0,04  έως 0,05  του

μέτρου.

Η επάνω πέτρα της οποίας  η επίσημη ονομασία είναι: Επιμύλιο,  Αλέτης, ή

Όνος, είναι πιο  λεπτή (από την κάτω), και στο κέντρο της υπάρχει μια    κυκλική    τρύπα,  σχήματος ανεστραμμένου κώνου. Κοντά στην άκρη της    υπάρχει άλλη τρύπα στην οποία σφηνώνεται  ξύλινη, κατακόρυφη χειρολαβή.   Η πάνω πέτρα τοποθετείται  έτσι ώστε η τρύπα που υπάρχει στο κέντρο    της να μπει  στον άξονα που υπάρχει στο κέντρο της  κάτω. Ο  χειριστής, με το ένα χέρι του ρίχνει σιτάρι  στην κωνική τρύπα  και με το άλλο του, την περιστρέφει  με τη χειρολαβή. Με τη διαδικασία  αυτή, οι κόκκοι του σιταριού, πέφτουν ανάμεσα στις δυο πέτρες  και συνθλίβονται.

Άλεθαν το  σιτάρι, τη φάβα, το κριθάρι,  τα ρεβίθια  και άλλα.

Κατά διαστήματα με ένα μπίκο  (εργαλείο σιδερένιο οδοντωτό ) χαράζανε την κάτω πέτρα για να γίνει λίγο τραχιά για να μπορεί να τρίβει πιο εύκολα τον καρπό.

Η χειρομυλόπιτα

Άλεθαν το σιτάρι στο  χειρόμυλο . Κοσκίνιζαν το χοντρό και έβγαζαν το χοντράλευρο. Με αυτό ζύμωναν χωρίς προζύμι μια πίτα χωρίς λάδι στο τηγάνι και την έτρωγαν ζεστή.

“ Να ΄ χαμε κι είντα να ‘ χαμε σαράντ΄ αυγά σφουγγάτο και μια χειρομυλόπιτα σαν τ΄ αλωνιού τον πάτο” και

« Σα ντη χειρομυλόπιτα θα σε τουλουπανίασω , να σε ρουφώ να σε φιλώ μέχρι να σε χορτάσω»

πηγή:iscreta

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Άρχισαν τα καζανέματα, πώς παράγουν ρακή οι Κρητικοί

kritikeramoy.blogspot.gr


Φθινόπωρο και όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή στο νησί τα ρακοκάζανα κάνουν την εμφάνιση τους στην Κρήτη, δίνοντας την ευκαιρία για μια φιλική συγκέντρωση γύρω από το καζάνι με μπόλικους μεζέδες, συνοδεία φυσικά της πρωτόρακης.
Αν ψάξετε σε κάποιο ορεινό χωριό της ενδοχώρας σίγουρα θα βρείτε κάποια παρέα να αποστάζει το παραδοσιακό ποτό των Κρητικών με το ίδιο παραδοσιακό και απαράλλακτο εδώ και αρκετές δεκαετίες τρόπο. Τη διαδικασία του καζανέματος και της απόσταξης ακολουθεί χρόνια τώρα ο κ. Μανόλης Καινουργιάκης από το Ίνι ένα χωριό δίπλα στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου.
Μαθαίνοντας και αυτός την τέχνη από τον πατέρα του, σήμερα την έχει μεταδώσει στον γιό του Γιώργο πιστό συνεχιστή της κρητικής παράδοσης και έτσι κάθε τέτοια εποχή ανοίγουν το κουκλίστικο μετόχι τους, καλώντας συγγενείς και φίλους για να γιορτάσουν όλοι μαζί και να δοκιμάσουν την καινούργια ρακή.

Ρακοκάζανα: Μια παράδοση ετών
Η παραγωγή της τσικουδιάς δεν θα μπορούσε παρά να κατέχει  σημαντική θέση στην αγροτική ζωή της Κρήτης με τους Κρητικούς να μοιράζονται πόνους και χαρές με το διάφανο, μυρωδάτο αυτό ποτό. Το έθιμο του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1920 όπου και δόθηκαν άδειες στους Κρητικούς αγρότες. Βασική προϋπόθεση όμως που συμβάλλει στην ευφορία της παρέας κατά την παραγωγή της ρακής, είναι το τραπέζι το οποίο μπορεί να είναι λιτό ή υπερβολικό πλημμυρισμένο από τοπικά παραδοσιακά προϊόντα. Με τα κάρβουνα και τη χόβολη της φωτιάς του καζανιού να δίνουν την λύση είτε ως εστίες μαγειρέματος είτε ως θέρμανση, πέρα της τσικουδιάς. Κάνοντας σε να μην θυμάσαι αν απομακρύνθηκες από τις σκοτούρες και τα προβλήματα λόγω της τσικουδιάς ή λόγω της γεύσης του οφτού... Και όλη την παρέα να καταλήγει τελικά πως όσο υπάρχουν καζάνια στην Κρήτη, η παράδοση και η παρέα, καλά θα κρατεί!

Ένα καζάνι γεμάτο ιστορία
Όμως στο μετόχι του κ. Μανόλη δεν μαγεύετε κανείς μόνο από τη μυρωδιά της ρακής, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο έχει φροντίσει να διακοσμήσει το χώρο ο οποίος απ' άκρη - σ' άκρη, πλημμυρίζει ιστορία και παράδοση!
Φανατικός συλλέκτης παλιών πραγμάτων ο κ. Μανώλης έχει γεμίσει το χώρο με διάφορα αντικείμενα χρονολογίας πάνω από μισό αιώνα που μαγνητίζουν τον επισκέπτη, γυρίζοντας τον αρκετά χρόνια πίσω.
Μεταξύ αυτών βρίσκει κανείς παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ημερολόγια κιτρινισμένα από την πολυκαιρία, νομίσματα και χαρτονομίσματα αλλοτινών εποχών, παλιά τρανζίστορ και ραδιόφωνα, πιατοθήκες, τσίγκινα κουζινικά σκεύη και φωτιστικά που κοσμούσαν τα νοικοκυριά την εποχή του '40 και του '50.
Ζυγαριές που χρησιμοποιούνταν την εποχή όπου η τεχνολογία δεν είχε ακόμα εξελιχθεί. Αργιλέδες, πήλινες στάμνες και μπεγλέρια που ένας Θεός ξέρει από πόσα χέρια έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια. Σαμάρια, αλέτρια και γεωργικά μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν στα χωράφια και στις γεωργικές δουλειές τα δύσκολα εκείνα χρόνια οι παππούδες και οι προπαππούδες μας.
Με πρωταγωνιστή όλων, τον παλιό χειρόμυλο που θυμίζει στους παλιούς και μαθαίνει στους νέους τον κόπο των γυναικών τα χρόνια εκείνα, στην προσπάθεια τους να αλέσουν το σιτάρι και να πάρουν το αλεύρι προκειμένου να φτιαχτεί το ψωμί αλλά και πολλά άλλα είδη διατροφής που θα γέμιζαν το τραπέζι της οικογένειας.
Εκατοντάδες μικρά, αλλά ανεκτίμητης συναισθηματικής αξίας πράγματα που με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια ο κ. Μανόλης έχει ξεθάψει από τη λήθη και τη σκόνη, τοποθετώντας τα σε περίοπτη θέση μέσα στο σπιτικό του, που θες δε θες προσεγγίζουν το βλέμμα σου δημιουργώντας παράλληλα την απορία να μάθεις από που προέρχεται και που χρησίμευε το καθένα, με τον κ. Μανόλη χαμογελαστό και πρόθυμο πάντα να σου εξηγήσει.
Πάντως αυτό που απέσπασε την δική μας προσοχή από τις εκατοντάδες εικόνες της ιστορίας που είχαμε ολόγυρα μας, όντας τυχεροί να φιλοξενηθούμε στο καζάνι του κ. Μανόλη, ήταν σίγουρα η μυρωδιά και η γεύση της πρωτόρακης αλλά και οι καταπληκτικές γεύσεις που όπως προστάζει το έθιμο του καζανέματος, πλαισίωσαν το τραπέζι φτιαγμένες με προϊόντα τοπικά τις οποίες οι γυναίκες του σπιτιού είχαν φροντίσει να μαγειρέψουν βάζοντας όλη τους την τέχνη και την μαεστρία τους. Κάνοντας μας για μια ακόμη φορά να πούμε πως τελικά οι ουσιαστικές γεύσεις και οι αγνές στιγμές που βιώνει κανείς σε ένα χωριό, απέχουν μίλια μακριά από τους αγχωτικούς και απαιτητικούς ρυθμούς της πόλης που δεν σε αφήνουν λεπτό να ησυχάσεις.

πηγή: neakriti

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Τα δάκρυα του σαρικιού: Η ιστορία του εμβληματικού κρητικού αξεσουάρ

kritikeramoy.blogspot.gr


Η κρητική ενδυμασία είναι ίσως η πιο ξεχωριστή στολή στην Ελλάδα. Το κρουσάτο μαντήλι που στόλιζε το κεφάλι του Κρητικού στα παλαιότερα χρόνια επί καθημερινής βάσης, γιατί τώρα πια το φοράνε σχεδόν μόνο οι χορευτές μουσικοχορευτικών συλλόγων, μαύρο πάντα, ήταν σύμβολο πένθους. Έτσι εξέφραζαν την θλίψη τους απέναντι στην σκλαβιά που η Κρήτη βίωνε από την Τουρκοκρατία και πριν αυτής.

Επίσης ήταν σύμβολο προσωπικού πένθους για τον κάθε Κρητικό άντρα, αν έχανε κάποιο άτομο της οικογένειάς του. Στις μέρες μας ο ρόλος του μαντηλιού έχει χάσει την αξία του, το βρίσκουμε σε διάφορα χρώματα στα τουριστικά μαγαζιά με διαφορετικό πλέξιμο και οι τουρίστες τα φορούν στη μέση τους για ζώνη. Το μόνο αισιόδοξο, όπως αναφέρει το rethemnosnews.gr, είναι ότι έχει διασωθεί για την ώρα το γνήσιο μεταξωτό πλέξιμο σε πολλά χωριά ιδιαίτερα των Χανίων και όποιος θέλει μπορεί πολύ εύκολα να βρεί.


Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ιστορία και η λαογραφία της Κρητικής ενδυμασίας» του κ.Ιωάννου Τσουχλαράκη με θέμα το κρουσάτο μαντήλι: «Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων.

Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.»

(Στις φωτογραφίες ο εμβληματικός Κρητικός καλλιτέχνης Αντώνης Μαρτσάκης ο οποίος κρατάει ψηλά τη σημαία της παράδοσης)

πηγή: zarpanews