Μετά τα χοιροσφάγια, ακολουθούσαν τα διάφορα παράγωγα, η τσιλαδιά, τα καπνιστα ξυδάτα απάκια και λουκάνικα, τα σύγλινα, οι αμαθιές, η γλίνα για τα τηγανητά, οι λουρίδες για τα σφουγκάτα, και ασφαλώς απαραιτήτως οι τσιγαρίδες για την εξοχή!
Ολος ο κόσμος είχε δεθεί με τίς τσιγαρίδες, που ήταν και χορταστικές, αλλά και πολύ πλούσιες σε θερμίδες, απαραίτητες τις κρύες ημέρες για να παρέχουν την απαιτούμενη ενέργεια.
Απαραίτητο για την παρασκεή τους το μεγάλο καζάνι, κοινώς μπουγαδοτσίκαλο.
Εχάραζαν το δέρμα του χοιρου σε λουρίδες στενόμακρες κατα μήκος, το αφαιρούσαν και όλα αυτά τα κομάτια τα έβαζαν σέ μια μεγάλη μοσόρα ( λεκάνη).
Στη συνέχεια πάλι απο τα κομάτια αυτα αφαιρούσαν με ένα κοφτερο μαχαιράκι το απέξω σκληρο δέρμα, που απο αυτό έβαιναν οι «λουρίδες», και έτσι έμενε το σκέτος λίπος.
Σημειωταίον τότε οι χοίροι είχαν έως και πέντε εκατοστά πάχος λίπος, ενώ στις σημερηνές ράτσες, το λίπος είναι σχεδόν ανύπαρκτο!
Μέσα λοιπόν στο μεγάλο καζάνι, εβαζαν σε μικρά μικρά κοματάκια, κομένο το λίπος, και το έσταιναν συνήθως στα ξύλα στην εξωτερική παρασθιά.
Εκει μεσα στο καζάνι τσιγαρίζονραι σιγά σιγά τα λίπη, γι αυτό ονομάζονται και τσιγαρίδες.
Θένε αρκετή ώρα να αποβάλουν όλο τους το λίπος και να κολυμπούν μέσα τα μικρά πλέον κομματάκια, που έχουν απομείνει λιγότερο απο το μισό, ίσως και το ένα τέταρτο!
Με τη τρυπητή κουτάλα, θα αφαιρεθουν απο το καζάνι, όταν πια εχουν γίνει ξερακιανα, και έχουν πάρει ενα καφετί χρώμα, για να μπούν προσωρινά σε ενα άλλο σκεύος, και το λάδι του λίπους θα σουρωθεί και θα τοποθετηθεί στη πήλινη κουρούπα, ή αργότερα στον γαζοντενεκέ με το μεγάλο στρόγγυλο καπάκι.
Η γλίνα θα πήξη και θα γίνει άσπρη, και θα παίξει ρόλο βουτύρου, κυρίως στα τηγανητά, στο ψωμί σε γλυκά, αλλα και στο καρκάνι, όπως εχουμε αναφέρει σε σχετικό αρθρο παλαιότερα.
Οι τσιγαρίδες κι αυτές, θα μπούν σε άλλη κουρούπα, ή σε άλλο δοχείο διαθέσιμο, και διατηρούνται έτσι γιά μεγάλλο χρονικό διάστημα χωρίς να πάθουν το παραμικρό.
Αυτές οι συμπαθέστατες τσιγαρίδες, που δέν υπάρχουν πλέον, πάντα θα ανήκουν στη σφαίρα της θύμισης στους παλαιότερους, και δέν θα μπορεί να ξεχάσουν το καθαρό πετσετάκι της νοικοκυράς που τις σέρβιρε απάνω στην εξοχή, και ασφαλώς το κρασάκι που τις συνόδευε!
Καμιά φορά μου λένε, μα γιατί κάθομαι και γράφω πράγματα που έχουν πεθάνει προ πολλού, και δεν κοιτάζω το μέλλον…
Απαντώ εγω προσωπικά, πως εμένα και σε πολλούς αλλους, μας αρέσουν τα παλιά αυτα, γιατι μας ενώνουν με τη νιότη μας.
Κείμενο – φωτογραφίες Γεωργιος Χουστουλακης
πηγή:cretanmagazine